- σαλέη
- ἡ, Αβλ. σάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάλη — Αρχαίος οικισμός στα νότια παράλια της Θράκης. Βρισκόταν στην πεδιάδα του Δορίσκου, στα Δ. των εκβολών του Έβρου και σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Ηρόδοτου αποτελούσε αποικία των Σαμοθράκων. * * * και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και… … Dictionary of Greek